παλληκαρεύω

παλληκαρεύω
και παληκαρεύω και παλικαρεύω [παλληκάρι]
1. κάνω το παληκάρι, συν. χωρίς να είμαι, επιδεικνύω ανδρεία
2. μέσ. παλ(λ)ηκαρεύομαι και παλικαρεύομαι
(για γέροντα) προσπαθώ να παραστήσω το παληκάρι, επιδεικνύω παράστημα και χάρη παληκαριού, καμαρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”